- καυματόω
- καυματόω (s. καῦμα; only in Eustathius Macrembolita 8, 4 p. 18 ἀνδρὶ διψῶντι καὶ καυματουμένῳ) pass. be scorched by the heat Mt 13:6 v.l.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.